- κωμωδιοποιός
- κωμῳδιοποιός, ὁ (Α)βλ. κωμωδοποιός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωμωδοποιός — ο (AM κωμῳδοποιός και κωμῳδιοποιός) αυτός που γράφει κωμωδίες, κωμοδιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + ποιός (< ποιῶ] … Dictionary of Greek